δυσκατάσβεστος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A hard to extinguish, D.S.4.54, Plu.2.417b.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάσβεστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à éteindre.
Étymologie: δυσ-, κατασβέννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de extinguir, δύναμις D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.Lex.682, Gal.13.768.

Greek Monolingual

δυσκατάσβεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα σβήνεται
2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.