δυσαπόδοτος
English (LSJ)
ον,
A hard to render or define, S.E.M.7.242, Bacch.Harm.95.
German (Pape)
[Seite 676] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόδοτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de definir o explicar ἡ φαντασία S.E.M.7.242, cf. Bacch.Harm.95
•subst. τὰ δ. cuestiones difíciles de explicar, Didym. en Cat.Ps.118 Pal.43b.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπόδοτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)
νεοελλ.
1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται
2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.