δυσπρόσμαχος
English (LSJ)
ον,
A hard to attack, Plu.Tim.21.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de asaltar, inexpugnablede lugares, Plu.Tim.21.
Greek Monolingual
δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.