δυσόριστος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32.    II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.

German (Pape)

[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.

Spanish (DGE)

-ον
que difícilmente adopta un límite impuestoop. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.

Greek Monolingual

δυσόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα περιορίζεται
2. εκείνος που δύσκολα ορίζεται.