δυσκατόρθωτος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A hard to succeed in, ἔργον Demetr.Eloc.127, Ph.2.83, Gal.UP15.7; τυραννίς Chio Ep.15 (Comp.).    II hard to set right, remedy, σπάνις τῶν ἀναγκαίων J.AJ2.5.6.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zurecht zu bringen, zu verbessern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατόρθωτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιτύχῃ τις ἢ νὰ κατορθώσῃ, Δημ. Φαλ. 127, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ον
1 de difícil éxito, de difícil arreglo, que no tiene fácil solución πρᾶγμα Demetr.Eloc.127, ἔργον Gal.4.248, Gr.Nyss.Res.310.3, cf. Ph.2.83, ἡ συμμετρία τῆς ἑψήσεως Gal.11.134, ἐπιτάγματα Ath.Al.M.27.321D, τὸ ἀγαθόν Gr.Nyss.Perf.213.1, cf. Eus.DE 1.3 (p.17.15), Basil.M.29.257B, Chrys.M.47.402, Cyr.Al.Luc.2.83, Hippiatr.104.5
neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de implantación de una doctrina, Gal.17(2).347, Thdr.Mops.M.66.900D.
2 difícil de remediar, solucionar o corregir τυραννίς Chio 15.3, ἡ σπάνις τῶν ἀναγκαίων I.AI 2.85, τῆς ψυχῆς πάθη Marc.Er.Opusc.M.65.1045B.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκατόρθωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται
αρχ.
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.