ειρηνευτικός

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ εἰρηνευτικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή συμβάλλει στην ειρήνευση («ειρηνευτικές προσπάθειες», «ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ»).