ἐκβιαστής

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A exactor, oppressor, Aq.,Thd.Pr.6.7.

Spanish (DGE)

-οῦ que obliga o actúa con violencia Aq., Thd.Pr.6.7.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό
2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό.