εκατοχρονίτης

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο)
1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης
2. ο πολύ ηλικιωμένος.