ὑποπερκάζω
English (LSJ)
A begin to assume a dark colour, begin to turn, of grapes, ἕτεραι δ' ὑποπερκάζουσιν Od.7.126, cf. Ph.2.54:—Med., ὁ βότρυς ὑποπερκάζεται Ach.Tat.2.3; cf. περκνός.
A begin to assume a dark colour, begin to turn, of grapes, ἕτεραι δ' ὑποπερκάζουσιν Od.7.126, cf. Ph.2.54:—Med., ὁ βότρυς ὑποπερκάζεται Ach.Tat.2.3; cf. περκνός.