ἐκτορμέω

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

(τόρμη)

   A turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.

German (Pape)

[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.

Spanish (DGE)

salirse del camino, extraviarse ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.

Greek Monolingual

ἐκτορμέω (Α)
βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.