ὑπόπλατυς
English (LSJ)
υ,
A somewhat extended, ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑ. Hp.Coac.410. 2 rather flat, σπέρμα [ἀλύσσου] Dsc.3.91; σχῆμα ὑ. ὁμοίως τοῖς φακοῖς Gal.6.551. II somewhat salt, brackish, Dicaearch.1.27.
υ,
A somewhat extended, ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑ. Hp.Coac.410. 2 rather flat, σπέρμα [ἀλύσσου] Dsc.3.91; σχῆμα ὑ. ὁμοίως τοῖς φακοῖς Gal.6.551. II somewhat salt, brackish, Dicaearch.1.27.