ελεφαντουργός

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλεφαντουργός, -όν)
το αρσ. ως ουσ. τεχνίτης που κατεργάζεται το ελεφαντόδοντο
αρχ.
(για εργαλείο) αυτός που χρησιμοποιείται για κατεργασία του ελεφαντόδοντος.