ελικοφόρος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο (Μ ἑλικοφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες
2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο
πλοίο που κινείται με έλικες
3. χαραγμένος με έλικες
μσν.
(για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες.