ο (Α ἐμπρηστής)νεοελλ.1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθηαρχ.αυτός που βάζει φωτιά.