ἐμπύρετος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A in fever heat, Alex.Trall.5.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύρετος: -ον, ἔχων πυρετόν, πυρετώδης, Ἀλέξ. Τραλλ. 5, σ. 252.

Spanish (DGE)

-ον
enfebrecido, calenturiento de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπύρετος, -ον)
1. αυτός που έχει πυρετό
2. (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό.