ἔμψυξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cooling, refreshing, Aret.SA1.9, Ruf. ap. Orib.inc. 9.1, Gal.6.626.
German (Pape)
[Seite 821] ἡ, die Abkühlung, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμψυξις: -εως, ἡ, δρόσισμα, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic., vet. refrigeración, enfriamiento ἔ. ἐστιν ἡ χρεία τῆς ἀναπνοῆς la refrigeración es la utilidad de la respiración Gal.4.485, cf. Mich.in PN 117.19, ἰᾶσθαι τὰς θάλψεις ἐμψύξεσι Gal.11.167, cf. Aret.CD 2.5.1, ψυχρὸν ... ἠέρα ποθέουσι ἐς ἔμψυξιν Aret.SA 1.9.6, cf. Alex.Aphr.Pr.1.76, Phlp.in de An.381.9, Paul.Aeg.2.11.23, μετρίαν δεῖ τὴν ἔμψυξιν ἐργάσασθαι Orib.Syn.8.17.2, Pall.in Hp.97, δέρματος ἔ. Aët.5.92, οὕτω καὶ τὸ ποσὸν τῆς ἐμψύξεως καὶ τὸν τρόπον παραλάμβανε Alex.Trall.1.323.21, ἡ ἔ. τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ Sophon.in de An.89.21.