ἐνεπίπεδος

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ον,

   A flat, ὀροφή Gal.18(1).518.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεπίπεδος: -ον, ἐπίπεδος ἐντός, ποιήσει τὴν ὀροφὴν ἐνεπίπεδον Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 518, 11.

Spanish (DGE)

-ον plano ὀροφή Gal.18(1).518.

Greek Monolingual

ἐνεπίπεδος, -ον (Α)
επίπεδος στο εσωτερικό του.