ἐντελεχής
English (LSJ)
ές, only as
A f.l. for ἐνδ-, e.g. Thphr. CP5.1.10, Ph.2.587; and so Adv. -ῶς Pl.Lg.905e.
Greek Monolingual
ἐντελεχής, -ές (Α)
βλ. ενδελεχής, εντελέχεια.
ές, only as
A f.l. for ἐνδ-, e.g. Thphr. CP5.1.10, Ph.2.587; and so Adv. -ῶς Pl.Lg.905e.
ἐντελεχής, -ές (Α)
βλ. ενδελεχής, εντελέχεια.