A water, πεδία E.Antiop. B58p.21A.
inundar, irrigar completamente πεδία τ[ὰ Θή] βης ὕδασιν ἐξάρδων E.Fr.223.114.
ἐξάρδω (Α) άρδωαρδεύω, ποτίζω («πεδία τὰ Θήβης ὕδασιν ἐξάρδων ἀεί», Ευρ.).