ὑποτρομέω
English (LSJ)
A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95. II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.
A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95. II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.