εξωγενής

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που προκαλείται από εξωτερικά αίτια
2. εκείνος που βρίσκεται προς τα έξω («εξωγενές ριζίδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θεόδωρο Γ. Ορφανίδη].