ἐπαρωγός, -όν (Α)βοηθός, επίκουρος («οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ' αὐγάς ήελίοιο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγός «βοηθός»].