ἐπετειόκαρπος

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ον,

   A bearing fruit annually, Thphr.HP1.2.2.

German (Pape)

[Seite 918] jährlich Frucht tragend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετειόκαρπος: -ον, ὁ κατ’ ἔτος φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

ἐπετειόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καρπός].