ἐπιβουλευτικός

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ή, όν,

   A treacherous, Ptol.Tetr.66. Adv. -κῶς ib.191.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβουλευτικός: -ή, -όν, ἐπίβουλος, Πτολ. Τετράβ. 66.- Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 472D.

Greek Monolingual

ἐπιβουλευτικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που γίνεται με επιβουλή, ο δόλιος.