ον,
A turbid, ὕδωρ Lyd.Ost.8.
ἐπίθολος: -ον, θολερός, ἢ ὅταν ἐπίθολον ὕδωρ αἱ φρεατίαι ἀναβλύζωσι Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 283. 1.
ἐπίθολος, -ον (Μ)θολός, θολωμένος («ἐπίθολον ὕδωρ», Ιωάνν. Λυδ.).