ἐπικλίντης

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A moving sideways, [σεισμοὶ] ἐπικλίνται earthquakes that move at acute angles, Arist.Mu.396a1 (v.l. ἐπικλίται: ἐπικλινίαι (sic) Lyd.Ost.53 codd.).

German (Pape)

[Seite 950] σεισμός, eine Erderschütterung in spitzen Winkeln nach den Seiten hin, Arist. mund. 4.

Greek Monolingual

ἐπικλίντης ή ἐπικλίτης, ὁ (Α)
οι σεισμοί που δονούν τη γη κατά οξείες γωνίες.