επικυρωτικός

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό επικύρωση
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη»)
2. αυτός που είναι υπέρ της επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία»).