ἐπίπταισμα

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A snap of the fingers, Ar.Fr.773 (pl.).

German (Pape)

[Seite 973] τό, = ἐπίπαισμα, Arist. bei Poll. 2, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπταισμα: τό, ἐπίπαισμα, κροῦσμα τῶν δακτύλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 609· πρβλ. ἐπίπαισμα.

Greek Monolingual

ἐπίπταισμα ή ἐπίπαιμα, τὸ (Α) πταίσμα
κρούση, χτύπημα με τα δάχτυλα.