ἐπίπαιμα

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἐπίπταισμα, πρόσκομμα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπαιμα: τό, «ἐπίπταισμα, πρόσκομμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπίμαιμα και ἐπίπαισμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπαισμα
πρόσκομμα».