ὑψιπετής
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid. 2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.). 3 v. foreg. fin.
ές, (πίπτω)
A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid. 2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.). 3 v. foreg. fin.