επτάεδρος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει επτά έδρες
(«επτάεδρο σχήμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάεδρο
πολύεδρο με επτά επιφάνειες.