ἑστηκότως

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

Adv.

   A firmly, ἑ. καὶ βεβαίως Phld.Rh.1.70 S.

German (Pape)

[Seite 1044] stehend, Eust., zur Erkl. von ἐπισταδόν.

Greek Monolingual

ἑστηκότως (ΑΜ)
επίρρ. σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, -ότος του ρ. ίστημι].