[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A watcher of a swarm of bees, Gp.15.2.9.
[Seite 1043] ακος, ὁ, Bienenwärter, Geop.
ἑσμοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, φύλαξ μελισσῶν, Γεωπ. 15. 2, 9.
ἑσμοφύλαξ, ὁ (AM)ο φύλακας μελισσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσμός (I) + φύλαξ.