εὐήδονος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A attractive, ὀφθαλμός Heph.Astr.1.1.

Greek Monolingual

εὐήδονος, -ον (ΑΜ)
αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήδονος < ηδονή].