εὐκόρυφος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.).