εὐθυθάνατος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

[θᾰ], ον,

   A quick-killing, mortal, πληγή Plu.Ant.76.

German (Pape)

[Seite 1070] sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυθάνατος: -ον, ταχέως φονεύων, θανάσιμος, πληγὴ Πλουτ. Ἀντών. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause la mort sur-le-champ.
Étymologie: εὐθύς, θάνατος.

Greek Monolingual

εὐθυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θάνατος.