εὔκροτος, -ον (ΑΜ)αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά. επίρρ...εὐκρότως (Α)1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο2. με καλά συγκροτημένο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος.