ἦλιψ

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ῐπος, ὁ,

   A a Dorian shoe (cf. ἀνήλιπος), Sch.Theoc.4.56.

German (Pape)

[Seite 1163] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon ἀνήλιπος abgeleitet ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἦλιψ: ῐπος, ὁ, Δωρικὸς ὑπόδημα (ἴδε ἀνήλιπος), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56.

French (Bailly abrégé)

ἤλιπος (ὁ) :
sorte de chaussure dorienne THEOCR.
Étymologie: ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr.

Greek Monolingual

ἦλιψ, ὁ (Α)
δωρικό υπόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους, νήλιπος«ξυπόλυτος»].