-η, -ο και ημιαυτοματικός, -ή, -ό(για μηχανήματα) αυτός που είναι κατά το ήμισυ αυτόματος, αυτός που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα και εν μέρει με εξωτερική ενέργεια («ημιαυτόματο πυροβόλο»).