ημίφαυστος
Greek Monolingual
ἡμίφαυστος, -ον (Α)
αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαυστος (< φαυσ-τός, με -σ- υστερογενές < θ. φαF- του ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)].
ἡμίφαυστος, -ον (Α)
αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαυστος (< φαυσ-τός, με -σ- υστερογενές < θ. φαF- του ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)].