ηπαταλγία

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
πόνος στην ηπατική χώρα που οφείλεται σε διάφορες παθήσεις του ήπατος ή τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -αλγία < άλγος].