ἠρώνα
English (LSJ)
ἁ, perh.
A service, office, ἐπιτελέσσαντα ταὶς ἠρώναις παίσαις (acc. pl.) dub. in IG12(2).242 (Mytil.).
Greek Monolingual
ἡρώνα, ἡ (Α) ήρως
επιγρ. λειτούργημα.
ἁ, perh.
A service, office, ἐπιτελέσσαντα ταὶς ἠρώναις παίσαις (acc. pl.) dub. in IG12(2).242 (Mytil.).
ἡρώνα, ἡ (Α) ήρως
επιγρ. λειτούργημα.