ἡμικυκλοειδής

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ές, Heliod.(?)ap.Orib.46.11.34. Adv. ἡμι-κυκλοειδῶς Tz.ad Hes.Op.450.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμικυκλοειδής, -ές) ημίκυκλος
αυτός που μοιάζει με ημικύκλιο, που έχει σχήμα ημικυκλίου.
επίρρ...
ἡμικυκλοειδῶς (AM)
ημικυκλικά, με τρόπο ημικυκλοειδή.