ἡμικυκλοειδής
English (LSJ)
ές, Heliod.(?)ap.Orib.46.11.34. Adv. ἡμι-κυκλοειδῶς Tz.ad Hes.Op.450.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμικυκλοειδής, -ές) ημίκυκλος
αυτός που μοιάζει με ημικύκλιο, που έχει σχήμα ημικυκλίου.
επίρρ...
ἡμικυκλοειδῶς (AM)
ημικυκλικά, με τρόπο ημικυκλοειδή.