θεαρός

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ὁ, Dor. for θεωρός (q.v.): Θεαροί, οἱ, title of poem by Epich., Ath.9.408d.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωρός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱρός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεωρός, Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.

Greek Monolingual

θεαρός, ὁ (Α)
1. θεωρός
2. στον πληθ. Θεαροί
τίτλος έργου του Επιχάρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θεωρός].