[ῠ], τό (sc. μέλι),
A honey made from thyme, Colum.6.33, Gloss., Apul.Herb.p.294 H.-S.
θύμινον, τὸ (Α) θύμονμέλι προερχόμενο από θυμάρι, μέλι θυμαρίσιο.