ἰατικός

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ή, όν,

   A healing, Ἀπόλλων Str.14.1.6; ἰκτέρου Dsc.3.75, cf. 5.123, Gal.18(2).394, Max.Tyr. 28.7.

German (Pape)

[Seite 1234] heilsam, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτικός: -ή, -όν, ἰαματικός, Διοσκ. 5. 141, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 700.

Greek Monolingual

ἰατικός, -ή, -όν (Α) ιατός
ιαματικός, θεραπευτικός.