ιδιοσυστασία

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰδιοσυστασία) ιδιοσύστατος
ιδιαίτερη, ξεχωριστή σύσταση
νεοελλ.
το σύνολο τών μορφολογικών, λειτουργικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του τύπου στον οποίο ανήκει.