ἱερόμυρτος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,= μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144.

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, Pflanze, = ὀξυμυρσίνη, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόμυρτος: ἡ, = ὀξυμυρσίνη, Διοσκ. 4. 146.

Greek Monolingual

ἱερόμυρτος, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + μύρτος.