ἱμάσθλη

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, (ἱμάς)

   A thong of a whip, whip, Il.23.582, Od.13.82, Eranos 13.88(pl.): metaph., νηὸς ἱ., i.e. ship's rudder, AP6.28 (Jul.); later, any thong, Opp.C.4.217.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, der Peitschenriemen, die Peitsche, Il. 23, 582, ἵπποι ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης, Od. 13, 81; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 871; übh. Riemen, wie Opp. Cyn. 4, 217.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάσθλη: ῐ, ἡ, (ἱμὰς) τὸ λωρίον μάστιγος, μάστιξ, Ἰλ. Ψ. 582, Ὀδ. Ν. 82· μεταφ., νηὸς ἱμ., δηλ. τὸ πηδάλιον πλοίου, Ἀνθ. Π. 6. 28· παρὰ μεταγεν., πᾶν λωρίον, Ὀππ. Κυν. 4. 217.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lanière servant de fouet, fouet.
Étymologie: ἱμάσσω.

English (Autenrieth)

lash, whip.

Greek Monolingual

ἱμάσθλη, ἡ (Α)
1. μαστίγιο
2. πηδάλιο πλοίου
3. λουρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω
συνδέεται με τον τ. μάσθλης].