ισόθεος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόθεος, -ον)
ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές»)
αρχ.
1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.)
2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἰσόθεον
με τρόπο που αρμόζει σε θεό.
επίρρ...
ἰσοθέως (Α)
πάπ. με ισόθεο τρόπο.